στερναλγία

στερναλγία
η, Ν
ιατρ. ονομασία που δίνεται μερικές φορές σε στηθαγχικά άλγη, γιατί εντοπίζονται στον χώρο γύρω από το στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sternalgie (< στέρνο + -αλγία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”